ληθάνεμος

ληθάνεμος
ληθάνεμος, v.λαθάνεμος. [full] ληθάνω, v.
A

ἐκληθάνω, λανθάνω B.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ληθάνεμος — ληθάνεμος, ον (Α) βλ. λαθάνεμος …   Dictionary of Greek

  • λαθάνεμος — και ληθάνεμος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ άνεμος, κωλυσ άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”